Το τέταρτο album των Socos & The Live Project Band, κυκλοφόρησε στις 24 Οκτωβρίου του 2011, από την puzzlemusik.
Το album αποτελείται από 13 τεμάχια και ηχογραφήθηκε στα artracks recording studios του Γιώργο Πρινιωτάκη, με ηχοληψία και μίξη του Αλέξιου Μπόλπαση και mastering του Γιώργου Πρινιωτάκη. Την παραγωγή, συνυπογράφουν socos, Μπόλπασης και Πρινιωτάκης.
Συμμετέχει η Θέκλα Τσελεπή (φωνή στο track no 7, “party”).
Το "Αντάρτικο Πόλεων" προσφέρεται εδώ σε μορφή wav.
Το "Αντάρτικο Πόλεων" θα κυκλοφορήσει μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2012 και σε διπλό βινύλιο και θα διανέμεται από την puzzlemusik.
Η αισθητική του πάντα αξιόλογου αυτού σχήματος είχε εξαρχής έντονα πολιτικό χαρακτήρα, χωρίς να είχε ποτέ χρειαστεί να κουραστεί για αυτό. Καθώς οι αφορμές έγιναν αιτία, εμφανίζονται πλέον σε πρώτο πλάνο οι κραυγές αντίδρασης στη στιχουργική των Socos και μάλιστα με τρόπο επιδεικτικά αγριεμένο. Στο αντι-πνεύμα των καιρών. Μέσα σε όλα αυτά, η μουσική της μπάντας παρασύρεται σε βιρτουοζιτέ αναπτύξεις και το μέτρο με το οποίο ειχαν επενδυθεί τα λόγια του Εγγονόπουλου μοιάζει μακρινό παρελθόν, καθώς στήνεται ένα μάλλον παρωχημένο progressive punk μόρφωμα, με loud electronica παραφωνίες ως τελική αίσθηση, προερχόμενες πάντως από 100% φυσικά όργανα (παραμένουν ικανότατη μπάντα, πάντοτε).
Οι ρυθμοί φρενήρεις, αλλά τελικά δεν προλαβαίνεις να εμπεδώσεις κάτι πιο ουσιαστικό από κλισέ του τύπου "που τα βρήκες μωρή π*&τσα τα λεφτά... και τα φέρνεις κούτσα-κούτσα", με ορισμένα σημεία του δίσκου να διεκδικούν όντως τη θέση μουσικού χαλιού στα πρωινά παραληλήματα του Γιώργου Τράγκα στο αληθινό ραδιόφωνο της δραχμής. Το ξέρω ότι τους χωρίζει άβυσσος και ότι οι προθέσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, αλλά η έλλειψη αισθητικής μπορεί να αποτελέσει εύκολα κίνδυνο πολτοποίησης. Πολλοί γκρινιάζουν για την απουσία πολιτικού τραγουδιού αυτούς τους κρίσιμους καιρούς, αναζητώντας νέες υπομνήσεις για να μην ξεχάσουν τον "Ωρωπό". Ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου εντόπισε κάποτε τις απαρχές του πολιτικού τραγουδιού στη χώρα μας από το δημοτικό τραγούδι και τον Θούρειο μέχρι τη δεκαετία υποταγής στα Θεοδωρακικά προστάγματα (στην οποί ο ίδιος είχε συνδράμει τα μέγιστα). Σήμερα, τι;
Οι SATLPB προσφέρουν όντως κάτι σε αυτού του είδους τα αιτήματα, δίνουν μία μορφή στην οργή και στην απόγνωση, αλλά καλλιτεχνικά αποχωρούν μάλλον ηττημένοι (εκτός από στιγμές όπως το εξαιρετικό, αν και αρκετά Σιδηροπουλικό-Πουλικακικό, "Ερυθροphobia", που όντως κάτι αποτυπώνει), ερχόμενοι μάλιστα από έναν πολύ ιδιαίτερο θρίαμβο. Θα πω και πάλι ότι η "προσωπική πολιτική" του The Boy έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο στην προσπάθεια ανάδειξης των σημείων των καιρών μας -χρειάζεται πολύ προσπάθεια πλέον από τον καθένα. Το άλμπουμ, λόγω της θεματικής του, επιλέχτηκε να δίνεται δωρεάν στο site του συγκροτήματος, οπότε σπεύστε να το κατεβάσετε, διότι ενδεχόμενα θα διαφωνήσετε έντομα με όλα τα παραπάνω. Θα κυκλοφορήσει και σε περιορισμένα βινύλια πάντως, για όσους (τυχόν) ενδιαφερόμαστε.
Άρης Καραμπεάζης, Sonic, τεύχος 76.
Οι αντάρτες πόλεων είναι άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας. Είναι εργαζόμενοι, πάνε το πρωί στη δουλειά τους και επιστρέφουν αργά το απόγευμα, τρέχουν στο σούπερ μάρκετ και στη λαϊκή, πληρώνουν λογαριασμούς… Είναι σαν όλους τους υπόλοιπους, μόνο που βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Γιατί δεν κατάφεραν να «κοιμηθούν», ναρκωμένοι από το σύγχρονο όπιο του λαού (τηλεόραση, γήπεδο, shopping therapy), μα αρρώστησαν από τον εγκλωβισμό σε μια κατάσταση που βολεύει λίγους και κοιμίζει τους κατασκευασμένους υπηκόους τους. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η γνώση είναι ο δρόμος προς την ελευθερία και κάτι τέτοιο βλάπτει σοβαρά την όποια μορφή εξουσίας.
Το Αντάρτικο Πόλεων των Socos & The Live Project Band διαδέχεται τον πολυσυζητημένο δίσκο του Socos με τον Πουλικάκο (Η Ύδρα Των Πουλιών, σε ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου) και αναδεικνύεται σε ένα ιδιαίτερο σημείο αναφοράς για την περίοδο που βιώνουμε. Με στίχους-καταπέλτες, είναι ένα έργο το οποίο στιγματίζει την εποχή της μεγάλης κατάθλιψης, της κρίσης ή και αποδόμησης του ήθους που μοιάζει κολλημένη πάνω μας όπως η πίσσα πάνω στα βότσαλα της θάλασσας. Η οικονομική κρίση παρουσιάζεται εδώ ως ένα επιστέγασμα, σαν το τελευταίο μέρος του προαναγγελθέντος «θανάτου» μιας ολόκληρης νοοτροπίας, αλλά και μιας κοινωνίας που (στην πλειονότητά της) απολάμβανε το «πάρτυ» χρόνια τώρα, χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει εκτός των τετραγωνικών του σπιτιού της. Κανείς όμως δεν είναι αθώος: ακόμα και όσοι –λίγοι– συνειδητά δεν συμμετείχαν σε αυτό το όργιο κατανάλωσης και οσφυοκαμψίας, εκείνοι που απλώς κοιτούσαν τη δουλειά τους, είναι, σε δεύτερη ανάγνωση, συνένοχοι λόγω αδιαφορίας.
Μπορεί με αυτόν τον δίσκο ο Socos να μην προτείνει κατ’ ανάγκη τη δημιουργία ενός αντάρτικου πόλης με βάση το εγχειρίδιο του Κάρλος Μαριγκέλα, όμως βάζει άμεσα τον ακροατή σε μια θέση κριτικής –και κυρίως σκληρής αυτοκριτικής– η οποία τελικά μπορεί να αποτελέσει και την αφετηρία μιας διαφορετικής, δημιουργικότερης πορείας μέσα στον κόσμο. Μια πορεία που προτάσσει την αλληλεγγύη, την αντίσταση και την αξιοπρέπεια, πράγματα που οι περισσότεροι χάσαμε μέσα σε νοοτροπίες προηγούμενων δεκαετιών, όπως σημειώνεται εύστοχα στην ιστοσελίδα της μπάντας:
Έχουμε βαρεθεί την καλλιέργεια μίσους απ’ όπου κι αν προέρχεται και όπου κι αν απευθύνεται.
Έχουμε βαρεθεί τη βία που εμφανίζεται ως έκφραση της κάθε μορφής εξουσίας. Και στη βία αυτή, μόνο με βία μπορούμε να απαντήσουμε.
Πιο πολύ από όλα έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε φοβισμένους ανθρώπους με σκυμμένα τα κεφάλια.
Ο καθρέφτης και η πραγματικότητα: η μουσική γίνεται εδώ ο καθρέφτης που μέσα του αντανακλώνται στιγμές καθημερινές, στιγμές πραγματικότητας μιας ολόκληρης ταραγμένης και δύσκολης εποχής. Ήχοι αστικού περιβάλλοντος και ηλεκτρονικά τοπία γεμάτα ένταση, ηλεκτρικές παραμορφώσεις και πλήκτρα που αρπάζουν φωτιά, θορυβώδη ντραμς και ροκίζουσες κιθάρες με σόλο τα οποία παραπέμπουν συχνά στο παίξιμο του Steve Vai και του Joe Satriani, ψυχεδελικά περάσματα και ποπ θραύσματα περασμένων δεκαετιών, παραμορφωμένες κραυγές σαρκασμού και απόγνωσης, όλα θρυμματίζονται μέσα στα μπουζοφόλκ ακόρντα μιας ακουστικής κιθάρας και στον λυρισμό μιας δωρικής μελωδικής γυναικείας φωνής (της Μαρίας Λατσίνου στο “22”). Μια άλλη βαθιά και στεγνή φωνή –εκείνη της Θέκλας Τσελεπή σε έναν εσωτερικό μονόλογο ο οποίος θα μπορούσε να ανήκει στον καθένα από εμάς– αναρωτιέται τι θα γίνει χωρίς το «πάρτυ», τι θα γίνουμε χωρίς τους βαρβάρους. Ένα παιχνίδι απολογισμού που τρεμοπαίζει ανάμεσα στα μικροαστικά κατάλοιπα και στην αυτοκριτική.
Η Ύδρα Των Πουλιών φαίνεται ότι άνοιξε δρόμο και για το Αντάρτικο Πόλεων, αφού η μελοποίηση είναι μια πολύ δύσκολη ιστορία και χρειάζεται μπόλικη τριβή και δοκιμές μέχρι να δέσει το «γλυκό». Η γνώση λοιπόν που αποκόμισε ο Socos διαφαίνεται και στο νέο αυτό άλμπουμ, το οποίο διαπνέεται από έναν πυρετικό ρυθμό, αυξομειούμενο συνεχώς χωρίς παύση σε μια ηχογράφηση-παραγωγή που έγινε χωρίς προσθήκες ψηφιακού βάθους –για τη μεγαλύτερη αμεσότητα, όπως επισημαίνει η μπάντα.
Έτσι, ο Socos και οι Live Project Band αυτοσχεδιάζουν και πειραματίζονται εδώ κάπου ανάμεσα στη σιωπή και στη φρενίτιδα, χωρίς φόβο αλλά με έντονο πάθος. Ανάμεσα στη φιλόξενη ντροπή μας, στα μετέωρα βλέμματα και στους δανεικούς δρόμους, παίζουν τη μουσική τους χωρίς να ενδιαφέρονται αν θα γίνουν αρεστοί ή όχι για να καταγράψουν την εποχή μας και ίσως να αφυπνίσουν κάποιους. Παίζουν για όλους όσους ενδιαφέρονται να δώσουν λίγο χρόνο στο έργο τους, χωρίς κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι όλοι μπορούν ή θα θελήσουν να ακολουθήσουν αυτό το δύσβατο (είτε μουσικά, είτε στιχουργικά) μονοπάτι που προτείνουν.
Κι αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή μιλούν για την πραγματικότητα με αηδιαστική ειλικρίνεια –κάτι που, δυστυχώς, πάντα απωθεί τους περισσότερους ανθρώπους. Για αυτή του όμως ακριβώς την ειλικρίνεια και ασυμβατότητα ο συγκεκριμένος δίσκος χρίζει πολλών ακροάσεων και αποτελεί μια περίφημη αποτύπωση της δικής μας εποχής. Και, επίσης, περικλείει τη βασική υπενθύμιση: ότι κανένα πρόβατο δεν γλίτωσε από τη σφαγή βελάζοντας.
Όλγα Σκούρτη avopolis.gr
Δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ο Socos κατακτάει κορυφή. Έκφραση οξύμωρη καθότι το επιτυχαίνει βυθίζοντάς μας σε αβυσσαλέο σκοτάδι, ανήλεη οργή, αναπόφευκτη μιζέρια. Με κάθε ειλικρίνεια, μπήκα στον πειρασμό να γεμίσω την κριτική ετούτη μονάχα με τους παντοδύναμους στίχους του “Αντάρτικου Πόλεων”. Σχεδόν υπέκυψα. Θα έβγαινε μια πανέμορφη, υπέρ του δέοντος εύστροφη, ποιητική υπό μια γεμάτη βρύα, πρωτόλεια έννοια κριτική. Όπως και ο δίσκος, τον οποίον εν τέλει θα προσπαθήσω να προσγειώσω στα δικά μου χωράφια, όσο κι αν αυτά φαντάζουν χέρσα μπροστά στο πλουμιστό ταλέντο του Σώκου.
Καταρχάς, δοθείσης της ευκαιρίας να πω πως κυκλοφορίες όπως το “Kafka” και η “Ύδρα Των Πουλιών” θα έπρεπε να συγκαταλέγονται στους δίσκους ογκόλιθους της σημερινής ελληνικής μουσικής σκηνής. Από όποια οπτική γωνία και να το δεις, είτε μιλάμε για πραγματική avant-garde καινοτομία, είτε για ρηξικέλευθες προσμείξεις, είτε για συναίσθημα είτε για το Σκοπό, που τόσο λείπει από την τέχνη και που τόσο της αρμόζει, όποιος κι αν είναι αυτός. Η ακρόαση της μουσικής του Σώκου είναι από τις πιο δύσκολες που μπορεί να τύχουν στο απαίδευτο αυτί –και ουδέν ίχνος ελιτισμού κρύβεται πίσω από αυτό, παρά μόνο προσωπική εμπειρία. Μοιάζει θαρρείς με το εξώφυλλο του “Αντάρτικου Πόλεων”. Η ουσία βρίσκεται εκεί πίσω, σε θηλυκή μορφή και για να την αγγίξεις πρέπει να μπήξεις το χέρι σου βαθιά μέσα από τα γυαλιά. Να γδαρθείς -ναι, αν έχει ένα χαρακτηριστικό η μουσική ετούτη είναι ότι γδέρνει. Τα τελικά ενδεχόμενα είναι τρία. Ή δε θα κάνεις καν την προσπάθεια, αφορίζοντας, ή θα το επιχειρήσεις μα θα τα παρατήσεις στην πορεία αποδεχόμενος την ήττα ή, τέλος, θα αγγίξεις την καλοσχηματισμένη φιγούρα, ματωμένος, σε οδυνηρή έκσταση.
Βέβαια, αυτή η ερμηνεία του εξωφύλλου που μόλις μοιράστηκα είναι βγαλμένη από τη διαστροφή μου. Η πραγματική ερμηνεία της είναι η προφανής, κάτι που συνηγορείται από την ταυτότητα του δίσκου, στον τόπο διαμονής της οποίας, αν υπήρχε, θα έγραφε περιπαικτικά «Στη μάπα σου». Πρόκειται για το “Αντάρτικο Πόλεων” και μέσα θα υπάρχουν κομμάτια όπως το “Party” με τους πιο άμεσους και ανατριχιαστικά αληθινούς στίχους, να απαγγέλλονται από γυναικεία φωνή με μουσικό χαλί τα ηλεκτρονικά τερτίπια του Σώκου και τρομαχτικές, άναρθρες φωνητικές μελωδίες. «Όχι, δε φταίει το χρήμα που παίρνει τη θέση του αίματός μας στις φλέβες μας. Φταίει η βλακεία που παίρνει τον εαυτό της τόσο στα σοβαρά». Δε χρειάζονται παράλληλες ερμηνείες, η τροφή είναι μασημένη και φτύνεται στα μούτρα σου. «Ζήτω η αστική ηθική των άτοκων ονειροδόσεων. Τροφοσυλλεκτική μάζα. Ελεύθερη αγορά. Έμμισθη κατάθλιψη». Δε γνωρίζω αν είναι η εποχή τέτοια ώστε οι χορδές να έχουν γίνει πιο ευαίσθητες στο άγγιγμα, μα το “Party” λέει τόσο απλά, τόσο αψεγάδιαστα αυτά που μια γενιά με photoshop-ικό χιούμορ προσπαθεί να ψελλίσει. Το εξώφυλλο του “Αντάρτικου Πόλεων” είναι απλά μια κούκλα πίσω από μια σπασμένη βιτρίνα, θέαμα κοινό πια. «Πουτάνες και πρέζα».
Η μουσική άλλοτε αποκτά ψυχεδελική, οργανική δομή και σε ρουφά σα δίνη, όπως σε μία από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου, το “Ερυθροphobia”, με τις υπνωτιστικές ακουστικές κιθάρες και το συναγερμικό πιάνο κάπου στη μέση να κάνει μάτια να γουρλώνουν και άλλοτε εκπλήσσει με το θάρρος της να πηδάει πάνω από κιτς σκοπέλους και να προσγειώνεται καταφανώς νικήτρια. Ναι, στο “Αντάρτικο Πόλεων” υπάρχει κομμάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ιδανικό για headbanging, το “Σκουλίκι” με τις σχεδόν thrash κιθάρες. Υπάρχει και κομμάτι που είναι άμεση αναφορά στους Muse, πάλι ειρωνικά. Πρόκειται για το “Brunette”. Ειρωνικά όχι από την άποψη ότι υποτιμά κάποιο είδος μουσικής, μα από την άποψη ότι συμπεριφέρεται σε αυτά με ιατρική απάθεια, με σκληρότητα και ψυχρό αίμα. Τα ξεγυμνώνει από τα εκάστοτε συναισθήματα που είχαν εξελιχθεί να αναπαράγουν, τα ακρωτηριάζει και τα τοποθετεί στο δικό του παρανοϊκά όμορφο κολλάζ με το έτσι θέλω.
Αν μια φράση με στιγμάτισε από το δίσκο, αυτή είναι το ειλικρινές «Να ‘μουν χορτάρι» από το εξαιρετικό κομμάτι “Άνθρωποι Παράξενοι”. Ο γλυκός τρόπος με τον οποίο τραγουδιέται εν μέσω σκατόψυχων ασμάτων όπως το “Ως Τα Βάθη Της Άνοιξης” («Μ’ αγαπάς; Σ’ αγαπώ. Πόσο; Από δω ως (σ)το διάβολο») δεν μπορεί παρά να προκαλεί πράα αισθήματα ταύτισης, αγαλλίασης, συμπόνιας. Ο Socos γράφει προοδευτική μουσική με την πραγματική έννοια του όρου. Επίσης γράφει τις μουσικές, ξέρεις, εκείνες τις στριφνές, που θέλουν απανωτές ακροάσεις για να σου ανοιχτούν και όταν πια το κάνουν γίνεται σαφές ότι είναι μόνο για συγκεκριμένες ώρες και διαθέσεις. Εκείνες που όταν γυρνάς αργά σπίτι κάθε άλλο παρά νηφάλιος βγάζουν περισσότερο νόημα. Ο Socos είναι ο άνθρωπος που θα μιλήσει για αδιέξοδα και ταυτόχρονα θα σου αναπτερώσει τις ελπίδες ότι υπάρχει μέλλον στη μουσική, στην τέχνη. Είναι εκείνος στον οποίο θα δανείσεις τη φωνή και τη σκέψη για να δηλώσει «Και εσείς μη λησμονείτε, το τελευταίο δέντρο να το σώσετε γιατί από αυτό θα κρεμαστείτε». Αυτό είναι το “Αντάρτικο Πόλεων” και αυτή είναι η μουσική του...
Μάνος Πατεράκης rocking.gr